Η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα κατάφεραν να ξεπεράσουν με επιτυχία την πολυετή οικονομική κρίση και την πανδημία και βρίσκονται πλέον σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο το 2022 (μέση εκτίμηση 5,4%) όσο και το 2023 (μέση εκτίμηση 1,8%), με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να διαμορφωθεί το 2023 στο ίδιο επίπεδο με το 2011, με πολύ χαμηλότερη όμως μόχλευση του ιδιωτικού τομέα.
Πιστεύουμε ότι ο κύριος ανοδικός καταλύτης της οικονομίας μεσοπρόθεσμα θα είναι οι επενδύσεις, λόγω των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ΕΣΠΑ, κοινή αγροτική πολιτική) ύψους EUR 70 δισ. και του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης ύψους EUR 10 δισ. την περίοδο 2021-2027, που αντιστοιχούν στο 44% του ΑΕΠ 2021.
Επιπλέον, εκτιμούμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση- τουρισμός και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να αποτελούν μεσοπρόθεσμους πυλώνες ανάπτυξης, αν και η επίδοση τους το 2023 θα εξαρτηθεί από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα στην καλύτερη κατάσταση των τελευταίων ετών και είναι έτοιμες να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς έχουν αυξήσει σημαντικά την κερδοφορία και τους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας, διαθέτουν μεγάλη πλεονάζουσα ρευστότητα και έχουν καταφέρει να μειώσουν αισθητά τον δείκτη NPEs σε μονοψήφιο ποσοστό (7,1% στο 9μηνο 2022).
Επιπλέον, οι τράπεζες λειτουργούν στο ευνοϊκότερο περιβάλλον των τελευταίων ετών, λόγω της αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την χαμηλή μόχλευση του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις, νοικοκυριά) με τις χορηγήσεις να ανέρχονται μόλις στο 60% του ΑΕΠ έναντι 119% το 2010.
Η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια αναμένεται να παραμείνει υψηλή τα επόμενα χρόνια λόγω των επενδύσεων σε πάγιες εγκαταστάσεις, της ανάγκης για κεφάλαια κίνησης και της επέκτασης των δραστηριοτήτων.
Επομένως, το νέο αφήγημα των ελληνικών τραπεζών, το οποίο προσελκύει και αναμένεται να προσελκύσει περισσότερους επενδυτές μεσοπρόθεσμα, βασίζεται στην ανάπτυξη της κερδοφορίας κυρίως από τις εγχώριες δραστηριότητες, στην διανομή μερισμάτων μετά από 14 χρόνια και στην αύξηση της απόδοσης των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων στα επίπεδα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η ανάπτυξη της κερδοφορίας αναμένεται να προέλθει κυρίως από την αύξηση των εσόδων από τόκους και προμήθειες εξαιτίας της αύξησης της πιστωτικής επέκτασης, των επιτοκίων αλλά και των συναλλαγών μέσω εναλλακτικών δικτύων (e-banking) καθώς και από την αποτελεσματική συγκράτηση του λειτουργικού κόστους και την μείωση του αποθέματος των NPEs.
Σύμφωνα με την στρατηγική αποεπένδυσής του, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πρέπει να έχει πουλήσει τις συμμετοχές του στις ελληνικές τράπεζες έως την 31 η Δεκεμβρίου 2025.
Πιστεύουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες πληρούν αυτή την στιγμή όλα τα επενδυτικά κριτήρια, ώστε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτών (funds, τραπεζών).
Η συμμετοχή τέτοιου είδους κεφαλαίων στην μετοχική σύνθεση των τραπεζών θα αποτελέσει ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης τόσο για το τραπεζικό σύστημα, όσο και για την ελληνική οικονομία.
Αυτός ο επικείμενος μετασχηματισμός αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για τον κλάδο, προκειμένου να συγχρονιστεί με τις σημερινές ανάγκες της οικονομίας και να αφήσει πίσω του τις παθογένειες.
Η δική μας περίπτωση, της Optima bank, μιας σύγχρονης τράπεζας χωρίς βάρη από το παρελθόν, αποτελεί απτή απόδειξη πως οι πελάτες, ιδιώτες και επιχειρήσεις, αποζητούν από τις τράπεζες κάτι νέο και διαφορετικό. Αποζητούν μεγαλύτερη ταχύτητα, περισσότερες επιλογές, απλοποιημένες διαδικασίες.
Καθημερινά, μας προσεγγίζουν νέοι πελάτες, ακριβώς γιατί στην Optima bank συναντούν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αυτός ήταν εξάλλου ο στόχος μας.
Να δημιουργήσουμε μια τράπεζα αναφοράς για ολόκληρο τον κλάδο, που θα προσφέρει μια πρωτόγνωρη τραπεζική εμπειρία. Πιστεύουμε πως η είσοδος μας στην αγορά λειτούργησε και θα συνεχίσει να λειτουργεί ως αφύπνιση για τον ανταγωνισμό, προς όφελος φυσικά των πελατών.
Ποιες οι προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες σε ένα τόσο ευμετάβλητο περιβάλλον με πληθωρισμό και ενεργειακή κρίση;
Η μεγάλη πρόκληση των ελληνικών τραπεζών σε ένα τόσο ευμετάβλητο περιβάλλον είναι η αντιμετώπιση μίας σημαντικής αύξησης των NPEs, λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, των αυξήσεων των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και της πτώσης της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Δεν πιστεύουμε ότι θα υπάρξει σημαντική αύξηση των NPEs, αφού ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας το 2023, τα προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, το υψηλό επίπεδο των καταθέσεων που ξεπέρασαν το ΑΕΠ του 2021 (EUR +42 δισ. από το 2019) καθώς και η σταδιακή υποχώρηση της ανεργίας εξαιτίας της αύξησης των επενδύσεων, αποτελούν ασπίδες προστασίας απέναντι σε αυτή την πρόκληση.
Η αλήθεια είναι ότι, η πιθανότητα ξεσπάσματος γενικότερων κρίσεων είναι πάντα υπαρκτή.
Σε μία τέτοια περίπτωση, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαθέτει ισχυρή ρευστότητα σε αντίθεση με το παρελθόν. Ωστόσο, μία νέα κρίση θα επηρέαζε βραχυπρόθεσμα τον σχεδιασμό για τις εκδόσεις ομολόγων υψηλής προεξοφλητικής προτεραιότητας στο πλαίσιο κάλυψης των υποχρεώσεων για τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Πως μπορούν να αξιοποιηθούν τα NPEs που βρίσκονται εκτός ισολογισμών των τραπεζών, ώστε να δημιουργήσουν κέρδη αλλά ταυτόχρονα να αντιμετωπιστεί και το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα των χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων;
Πιστεύουμε ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς διαχείρισης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων θα ενισχύσει την ρευστότητα και θα βοηθήσει να αυξηθούν οι τιμές και τα έσοδα από ανακτήσεις.
Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο πρέπει να βελτιωθεί ώστε να γίνει πιο εφικτή η σωστή αναδιάρθρωση των δανείων προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων μερών.